σανιδώσῃ

σανιδώσῃ
σανιδόω
board over
aor subj mid 2nd sg
σανιδόω
board over
aor subj act 3rd sg
σανιδόω
board over
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σανίδωση — η, Ν [σανιδώνω] το σανίδωμα …   Dictionary of Greek

  • σανίδωση — η επίστρωση με σανίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πινάκωσις — ώσεως, ή, Α η σανίδωση, η κατασκευή σανιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος+ κατάλ. ωσις μέσω αμάρτυρου *πινακόω] …   Dictionary of Greek

  • σανίδωμα — το, ΝΑ [σανιδῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση 2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος αρχ. 1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”